αποκλιμακώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποκλιμακώνω < από + κλιμακώνω (< κλίμακα)

αποκλιμακώνω, παθητικό: αποκλιμακώνομαι

  1. μειώνω βαθμιαία την ένταση μίας κατάστασης ή μιας ενέργειας
    θα κάνουμε τα πάντα για να αποκλιμακώσουμε την ένταση στην περιοχή

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]