αποκρυσταλλωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποκρυσταλλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποκρυσταλλώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]αποκρυσταλλωμένος, -η, -ο
- που έχει αποκρυσταλλωθεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποκρυσταλλωμένος