αποκρυφιστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποκρυφιστικά < αποκρυφιστικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]αποκρυφιστικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποκρυφιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αποκρυφιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αποκρυφιστικός