απολίθωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απολίθωση | οι | απολιθώσεις |
γενική | της | απολίθωσης* | των | απολιθώσεων |
αιτιατική | την | απολίθωση | τις | απολιθώσεις |
κλητική | απολίθωση | απολιθώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απολιθώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απολίθωση < αρχαία ελληνική ἀπολίθωσις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απολίθωση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απολιθώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απολίθωση