απολαυστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απολαυστικός < αρχαία ελληνική ἀπολαυστικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.po.laf.stiˈkos/
Επίθετο
[επεξεργασία]απολαυστικός -η, -ο
- που προσφέρει απόλαυση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απολαυστικός