απολησμονώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απολησμονώ < μεσαιωνική ελληνική απολησμονώ < απο- + λησμονώ
Ρήμα
[επεξεργασία]απολησμονώ (παθητική φωνή: απολησμονιέμαι)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απολησμονώ
|