απολιχνίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απολιχνίζω < απο- + λιχνίζω

απολιχνίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]