απολλώνιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απολλώνιος < Απόλλων < αρχαία ελληνική Ἀπόλλων
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απολλώνιος ουδέτερο
- που έχει σχέση με τον Απόλλωνα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Απόλλων