απολταριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: απλωταριά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απολταριά οι απολταριές
      γενική της απολταριάς των απολταριών
    αιτιατική την απολταριά τις απολταριές
     κλητική απολταριά απολταριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απολταριά < απολύω + -ταριά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απολταριά θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]