απολυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.po.liˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐λυ‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]απολυμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος απολύω