απολωλώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απολωλώς < αρχαία ελληνική ἀπολωλώς
Μετοχή
[επεξεργασία]απολωλώς, απολωλυία, απολωλός
- (αρχαιοπρεπές) αρσενικό του απολωλός, μονοτονική γραφή της λέξης ἀπολωλώς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απολωλώς
|