απονηώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απονηώνω < από + ναυς + -ώνω

απονηώνω (παθητική φωνή: απονηώνομαι)

  • «απογειώνω» από πλεούμενο ή από τη θάλασσα (ή λίμνη, ποταμό κ.λπ.)
    Γαλλικά μαχητικά αεροσκάφη απονηώθηκαν σήμερα από το αεροπλανοφόρο Σαρλ ντε Γκολ, που βρίσκεται στην ανατολική Μεσόγειο, για πτήσεις πάνω από περιοχές που ελέγχονται από την οργάνωση Ισλαμικό κράτος στο Ιράκ και στη Συρία, δήλωσαν στρατιωτικές πηγές. (*)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]