αποξήρανση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποξήρανση οι αποξηράνσεις
      γενική της αποξήρανσης* των αποξηράνσεων
    αιτιατική την αποξήρανση τις αποξηράνσεις
     κλητική αποξήρανση αποξηράνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποξηράνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποξήρανση < (αποξηραίνω) αποξηραν- + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + ξήρανση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αποξήρανση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]