αποξενωτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποξενωτικά < αποξενωτικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]αποξενωτικά
- με αποξενωτικό τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποξενωτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αποξενωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αποξενωτικός