αποξυλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αποξηλώνω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποξυλώνω < απο- + ξυλώνω

αποξυλώνω (παθητική φωνή: αποξυλώνομαι)

  1. παγώνω, ξυλιάζω, αποξυλιάζω
  2. (μέσο) αποξυλώνομαι
    1. πεθαίνω
    2. εκπλήσσομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]