αποπαίρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]αποπαίρνω
- κατσαδιάζω, επιπλήττω
- Συγχώρεσέ τον και μην τον αποπαίρνεις. Μικρό παιδί είναι ακόμα
αποπαίρνω