αποποιούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποποιούμαι < ελληνιστική κοινή ἀποποιέομαι / ἀποποιοῦμαι < αρχαία ελληνική ποιέομαι / ποιοῦμαι, παθητική φωνή του ρήματος ποιέω / ποιῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]αποποιούμαι (αποθετικό)
- αρνούμαι ότι έχω ευθύνη για κάτι επιζήμιο που έγινε στο παρελθόν ή μπορεί να συμβεί στο μέλλον
- αρνούμαι ένα δικαίωμα, τίτλο, περιουσία κ.λπ.
- Στο άμεσο μέλλον, λοιπόν, χωρίς να αποποιούμαι καθόλου τα συγκεκριμένα έργα, σκέφτομαι να στραφώ σε λιγότερο άμεσα αναγνωρίσιμα πράγματα τα οποία έχουν σχέση με μια ποιητικότητα ανθεκτική στον χρόνο. (*)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- συντάσσεται με αντικείμενο σε αιτιατική, ήδη από την ελληνιστική εποχή (όπως και τα μετέρχομαι, επιδέχομαι, απεκδύομαι κ.ά.)