αποπροσωποποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποπροσωποποίηση | οι | αποπροσωποποιήσεις |
γενική | της | αποπροσωποποίησης* | των | αποπροσωποποιήσεων |
αιτιατική | την | αποπροσωποποίηση | τις | αποπροσωποποιήσεις |
κλητική | αποπροσωποποίηση | αποπροσωποποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπροσωποποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποπροσωποποίηση < αποπροσωποποιώ + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποπροσωποποίηση θηλυκό
- (λόγιο) η απώλεια ή η αφαίρεση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αποπροσωποποιώ
- → δείτε τις λέξεις από, πρόσωπο και όψη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποπροσωποποίηση