απορροφητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απορροφητικός < απορροφώ + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική absorbant)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.po.ɾo.fi.tiˈkos/
Επίθετο
[επεξεργασία]απορροφητικός, -ή, -ό
- που απορροφά, που μπορεί να απορροφήσει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- απορροφητικά
- απορροφητικότητα
- → δείτε τις λέξεις απορροφώ και ρουφώ