απορρύθμιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απορρύθμιση οι απορρυθμίσεις
      γενική της απορρύθμισης* των απορρυθμίσεων
    αιτιατική την απορρύθμιση τις απορρυθμίσεις
     κλητική απορρύθμιση απορρυθμίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απορρυθμίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απορρύθμιση < απορρυθμίζω + -ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

απορρύθμιση θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]