αποσαφηνιζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποσαφηνιζόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αποσαφηνίζομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]αποσαφηνιζόμενος, -η, -ο
- αυτός που αποσαφηνίζεται, όταν αποσαφηνίζεται, μόλις αποσαφηνιστεί
- Αποσαφηνιζομένων των όρων της σύμβασης, η συμφωνία θα είναι πιο ξεκάθαρη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποσαφηνιζόμενος
|