αποσβεστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποσβεστήρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποσβεστήρας αρσενικό
- μηχανισμός που ελαττώνει σταδιακά έναν κραδασμό, μια ταλάντωση, έναν ήχο κ.λπ. μέχρι την ολοκληρωτική εξάλειψή τους
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποσβεστήρας