αποσκελετώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποσκελετώνω < από- + σκελετός + -ώνω

αποσκελετώνω (παθητική φωνή: αποσκελετώνομαι)

  • κάνω κάποιον ή κάτι αδύνατο σαν σκελετό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]