αποστάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποστάζω, αποσταλάζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποστάζω < αρχαία ελληνική ἀποστάζω < στάζω (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική distiller)

αποστάζω (παθητική φωνή: αποστάζομαι)

  1. (σπάνιο) στάζω
     συνώνυμα: αποσταλάζω
  2. κάνω απόσταξη
     συνώνυμα: διυλίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]