αποσταίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποσταίνω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποσταίνω < μεσαιωνική ελληνική ἀποσταίνω < αρχαία ελληνική ἀφίσταμαι < ἀπό+ ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂- (ἵστημι)

αποσταίνω

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μετοχή παθητικού παρακειμένου: αποστασμένος, αποσταμένος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]