αποστειρωτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποστειρωτήρας < αποστειρώνω + -τήρας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποστειρωτήρας αρσενικό
- συσκευή με την οποία γίνεται η αποστείρωση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποστειρωτήρας