αποσυντονίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποσυντονίζω < απο- + συντονίζω

αποσυντονίζω (παθητική φωνή: αποσυντονίζομαι)

  1. κάνω (κάποιον/κάτι) να μην μπορεί να λειτουργήσει σωστά
  2. χαλάω ή διαταράσσω τον όποιο συντονισμό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]