αποταγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποταγμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου αποτάσσω
Μετοχή
[επεξεργασία]αποταγμένος, -η, -ο
- που έχει αποταχθεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποταγμένος
|