αποταμιευτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποταμιευτήρας < αποταμιεύω + -τήρας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποταμιευτήρας αρσενικό
- δεξαμενή, άλλη κατασκευή ή (ειδικά διαμορφωμένο) μέρος όπου αποθηκεύονται ή συγκεντρώνονται διάφορα (υγρά)
- Έρημα κορμιά, του χρόνου παιχνιδάκια, /στον ύπνο σταυραετοί, στον ξύπνιο στρατιωτάκια, / έρημα κορμιά, αποταμιευτήρες / γι’ αθάνατο νερό και γι’ αφρισμένες μπίρες. (Από το τραγούδι «Έρημα κορμιά» (1996) σε στίχους και μουσική Θανάση Παπακωνσταντίνου)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αποταμιεύω, ταμίας και τέμνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποταμιευτήρας
|