αποταχιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποταχιά < μεσαιωνική ελληνική αποταχιά / αποταχέα
Επίρρημα
[επεξεργασία]αποταχιά
- (λαϊκότροπο) νωρίς το πρωί, πολύ πρωί
- Άλλες μορφές αποταχύ
- το επόμενο πρωί
- (λαϊκότροπο) αύριο
- (λαϊκότροπο) σύντομα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ταχύς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποταχιά
|