αποτελματωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]αποτελματωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποτελματώνω: που έχει παραμείνει στάσιμος, που δεν προοδεύει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- τελματωμένος
- → δείτε τις λέξεις αποτελματώνω και τέλμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποτελματωμένος
|