αποτερματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποτερματίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποτερματίζω < ελληνιστική κοινή ἀποτερματίζω < ἀπό + τερματίζω < αρχαία ελληνική τέρμα

αποτερματίζω αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]