αποτιμώντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]αποτιμώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αποτιμώ
- ↪ Αποτιμώντας την επιχείρηση, διαπίστωσαν ότι είχαν παθητικό, Αποτιμώντας τις ζημίες...
- ↪ Αποτιμώντας τις πολιτικές εξελίξεις,ένιωσαν μεγάλη απογοητευση
- ↪ Αποτιμώντας τους κινδύνους, έκριναν σκόπιμο να μην προχωρήσουν στην επένδυση