αποτινάσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποτινάσσω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποτινάσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποτινάσσω < ἀπό + τινάσσω

αποτινάσσω (παθητική φωνή: αποτινάσσομαι)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]