αποτρυγώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποτρυγώ < (ελληνιστική κοινή) ἀποτρυγάω / ἀποτρυγῶ < ἀπό + αρχαία ελληνική τρυγάω / τρυγῶ < τρύγη
Ρήμα
[επεξεργασία]αποτρυγώ
- ολοκληρώνω τον τρύγο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) απομυζώ