αποτσιμεντοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποτσιμεντοποίηση | οι | αποτσιμεντοποιήσεις |
γενική | της | αποτσιμεντοποίησης* | των | αποτσιμεντοποιήσεων |
αιτιατική | την | αποτσιμεντοποίηση | τις | αποτσιμεντοποιήσεις |
κλητική | αποτσιμεντοποίηση | αποτσιμεντοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποτσιμεντοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποτσιμεντοποίηση θηλυκό
- Η ολιγόστευση της παρουσίας κτιρίων (συνήθως κατασκευασμένων από μπετόν) για περιβαλλοντικούς λόγους.
- Οι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν στην κεντρική πλατεία φωνάζοντας υπέρ της αποτσιμεντοποίησης της πόλης. Πρώτος τους στόχος η μετατροπή του παλιού εργοστασίου σε χώρο πρασίνου.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποτσιμεντοποίηση
|