αποφλοιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποφλοιώνω < απο- + φλοιός

αποφλοιώνω

  • αφαιρώ το φλοιό από φυτό ή καρπό ή από το δέρμα ζωντανού οργανισμού

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • το ρήμα συνήθως δε χρησιμοποιείται στην καθημερινή ζωή και αναφέρεται συχνότερα σε αυτοματοποιημένη ή τη βιομηχανοποιημένη διαδικασία αφαίρεσης του φλοιού από καρπούς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]