αποφρακτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποφρακτήρας < (καθαρεύουσα) αποφρακτήρ < αποφράσσω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποφρακτήρας αρσενικό
- (εργαλείο) συσκευή που χρησιμοποιείται για αποφράξεις