αποχαιρετούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποχαιρετούρα | οι | αποχαιρετούρες |
γενική | της | αποχαιρετούρας | — | |
αιτιατική | την | αποχαιρετούρα | τις | αποχαιρετούρες |
κλητική | αποχαιρετούρα | αποχαιρετούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποχαιρετούρα < αποχαιρετώ + -ούρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποχαιρετούρα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποχαιρετούρα
|