αποχαυνωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποχαυνωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποχαυνώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]αποχαυνωμένος -η -ο
- που έχει αποχαυνωθεί
- με ναρκωμένη αντίληψη και κρίση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποχαυνωμένος
|