αποχλωριώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποχλωριώνω < από + χλώριο + -ώνω

αποχλωριώνω, πρτ.: αποχλωρίωνα, στ.μέλλ.: θα αποχλωριώσω, αόρ.: αποχλωρίωσα, παθ.φωνή: αποχλωριώνομαι, μτχ.π.π.: αποχλωριωμένος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]