αποχρέωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποχρέωση οι αποχρεώσεις
      γενική της αποχρέωσης των αποχρεώσεων
    αιτιατική την αποχρέωση τις αποχρεώσεις
     κλητική αποχρέωση αποχρεώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποχρέωση < απο- + χρέωση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.poˈxɾe.o.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐χρέ‐ω‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αποχρέωση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr