αποχυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]αποχυμένος, -η, -ο
- (ιχθυολογία) που μόλις έχει αποθέσει τα αβγά
- (μεταφορικά) καταβεβλημένος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη χύνω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποχυμένος
|