απροειδοποίητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απροειδοποίητος < α- + προειδοποιώ + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]απροειδοποίητος
- που γίνεται χωρίς προειδοποίηση
- που δεν έχει ειδοποιηθεί
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απροειδοποίητος
|