απροκαταλήπτως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απροκαταλήπτως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀπροκαταλήπτως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

απροκαταλήπτως