απρόσεχτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απρόσεχτα < απρόσεχτ(ος) + -α < μεσαιωνική ελληνική ἀπρόσεχτος < ἀπρόσεκτος < ἀ- + αρχαία ελληνική προσέχω < πρός + ἔχω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈpɾo.se.xta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πρό‐σε‐χτος
Επίρρημα
[επεξεργασία]απρόσεχτα
- άλλη μορφή του απρόσεκτα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απρόσεχτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]απρόσεχτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του απρόσεχτος