απωθημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απωθημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απωθώ
Μετοχή
[επεξεργασία]απωθημένος
- που τον έχουμε απωθήσει
- απωθημένα: καταπιεσμένες επιθυμίες, βιώματα, συναισθήματα, τάσεις οι οποίες έχουν μετατοπιστεί στο υποσυνείδητο κάποιου, εξακολουθούν όμως να τον επηρεάζουν