απόκρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόκρια | οι | απόκριες |
γενική | της | απόκριας | των | αποκριών |
αιτιατική | την | απόκρια | τις | απόκριες |
κλητική | απόκρια | απόκριες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απόκρια θηλυκό (& αποκριά)
- → δείτε τη λέξη αποκριά