αραβογνώστης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɾa.voˈɣno.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐βο‐γνώ‐στης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αραβογνώστης αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αραβογνώστης
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αραβογνώστης - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας