αραβομαθής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αραβομαθής | η | αραβομαθής | το | αραβομαθές |
γενική | του | αραβομαθούς* | της | αραβομαθούς | του | αραβομαθούς |
αιτιατική | τον | αραβομαθή | την | αραβομαθή | το | αραβομαθές |
κλητική | αραβομαθή(ς) | αραβομαθής | αραβομαθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αραβομαθείς | οι | αραβομαθείς | τα | αραβομαθή |
γενική | των | αραβομαθών | των | αραβομαθών | των | αραβομαθών |
αιτιατική | τους | αραβομαθείς | τις | αραβομαθείς | τα | αραβομαθή |
κλητική | αραβομαθείς | αραβομαθείς | αραβομαθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɾa.vo.maˈθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐βο‐μα‐θής
Επίθετο
[επεξεργασία]αραβομαθής, -ής, -ές
- που γνωρίζει και μιλά αραβικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αραβομαθής
|
Πηγές
[επεξεργασία]- αραβομαθής - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας